υλαίος

υλαίος
-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη*, στο δάσος, ή αυτός που ζει στο δάσος, ο άγριος
2. ονομασία σκύλου
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο ένα αντικείμενο, ο υλικός
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὑλαία και Ὑλαίη
δασώδης χώρα τής Σκυθίας κοντά στον Βορυσθένη ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὑλαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλαῖος — belonging to the wood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλαῖον — ὑλαῖος belonging to the wood masc acc sg ὑλαῖος belonging to the wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλαῖα — ὑλαῖος belonging to the wood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλαῖαι — ὑλαῖος belonging to the wood fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑλαῖοι — Ὑλαῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλαῖοι — ὑλαῖος belonging to the wood masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑλαῖον — Ὑλαῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑλαίοιο — Ὑλαῖος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑλαίοις — Ὑλαῖος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”